«

»

ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΕΓΩΪΣΜΟΣ

Δὲν εἶναι διόλου εὐχάριστο πρᾶγμα νὰ ὑποβάλ-
λεται κανεὶς σὲ ἐγχείρηση, ἔστω καὶ ἂν τὸν
ἔχουν ἀναισθητοποιήσει. Πάντα ὑπάρχουν στιγμὲς
ὀδυνηρὲς καὶ ἐπικίνδυνες. Ὡστόσο, ἡ ἐγχείρηση σὲ
πολλὲς περιπτώσεις εἶναι τὸ μοναδικὸ μέσο της
θεραπείας μας· καὶ γι’ αὐτὸ οἱ ἐνδιαφερόμενοι
καθόλου δὲν διστάζουμε νὰ τὸ χρησιμοποιοῦμε.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο πρέπει νὰ δεχόμαστε τὸν
πόνο καὶ ἀπὸ πλευρᾶς ψυχικῆς ὠφέλειας καὶ σω-
τηρίας. Κάθε πόνο, ποὺ σκοπὸ ἔχει νὰ φωτίζει τὴν
ψυχή μας, νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ Θεό. Μ’ αὐτὴ δὲ τὴν
ἔννοια ἕνας Χριστιανὸς συγγραφέας τὸν ὀνομάζει
«ὁ καλὸς ὁ πόνος».
Δυστυχῶς, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι οἱ
περισσσότεροι ἄνθρωποι δὲν βλέπουμε ἔτσι τὸν
πόνο. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἕνα πρόβλημα. Πρόβλημα,
ὄχι γιὰ τὴν τραγῳδία του, ἀλλὰ γιὰ τὴν στάση ποὺ
παίρνουμε ἀπέναντί του. Μία στάση ἐγωϊστική.
Σὲ πολλὰ πράγματα καὶ γεγονότα δείχνουμε
τὸν ἐγωϊσμό μας. Στὸν πόνο ὅμως, νομίζω, περισ-
σότερο. Τὸ παραμικρὸ κτύπημα τοῦ πόνου στὴ ζωὴ
μας δημιουργεῖ πανικὸ καὶ ἕνα παράξενο ἐγωϊσμό.
Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ ψυχικὲς
παθήσεις, ἐπειδὴ δὲν ἀντιμετώπισαν χριστιανικά
τὸν πόνο. Τὸ ἐρώτημα, «γιατί ἐγὼ νὰ ὑποφέρω;
Δὲν ἔκανα κανένα κακό», τοὺς βασανίζει. Ἡ ἐγω-
ϊστικὴ αὐτὴ ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου εἶναι ἕνας
περίεργος ἐγωϊσμός. Δίνουμε συνταγές, στολίζου-
με μὲ κάθε λογοτεχνικὴ ὀμορφιὰ τὶς συμβουλές
μας στοὺς ἄλλους, ποὺ πονοῦν. Ἀλλά, ὅταν ὁ πό-
νος ἐπισκεφθεῖ κι’ ἐμᾶς, τότε δὲν κατορθώνουμε ν’
ἀφαιρέσουμε τὸ «ἐγὼ» ἀπὸ τὸν πόνο μας. Ὅμως,
ἐκεῖνος ποὺ πονᾷ πρέπει νὰ ξεχνᾷ τὸ «ἐγώ». Πρέ-
πει νὰ σκέπτεται καὶ τὸ «ἐσύ». Νὰ συλλογιέται
δηλαδὴ πὼς καὶ ἄλλοι πονοῦν καὶ μάλιστα περισ-
σότερο ἀπ’ αὐτόν. Καὶ ἀκόμη νὰ μὴ θεωρεῖ τὸν
ἑαυτό του σὰν ἕνα ἀπόρθητο ἀπὸ τὸν πόνο φρού-
ριο. Γιὰ τὸν πόνο δὲν ὑπάρχουν ἀπόρθητα φρού-
ρια. Ὅλοι εἴμαστε κάτω ἀπὸ τὴν προσβολή του.
Ἐκεῖνο ποὺ μένει καὶ ποὺ εἶναι ἀπόρθητο εἶναι ἡ
ὑπομονή, ἡ χριστιανικὴ θεώρηση τοῦ πόνου. Γνω-
ρίζουμε, ὅτι κάθε πόνος εἶναι πραγματικὸς γιὰ
’κεῖνον ποὺ τὸν ζεῖ· ἐνῷ ἕνας ἄλλος μόνο νὰ τὸν
φαντασθεῖ μπορεῖ, δὲν τὸν αἰσθάνεται. Ἀλλὰ ἀκό-
μη ξέρουμε πὼς ὅταν ὁ «ἄλλος» γίνει «ἐγὼ» καὶ
ὅταν τὸ «ἐγὼ» γίνει ὁ «ἄλλος», τότε ὄχι μόνο κα-
τανόηση ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ κάθε πονεμένος μπο-
ρεῖ νὰ βλέπει σὰν φυσιολογικὴ τὴν παρουσία τοῦ
πόνου στὴ ζωή του.
Ὅλοι γνωρίζουμε, ὅτι ὅλα τα πράγματα τῆς
ζωῆς αὐτῆς ὑπόκεινται στὴ φθορά, σβήνουν, χάνο-
νται· καὶ πλούτη καὶ μόρφωση καὶ ἀξιώματα καὶ
δόξες καὶ τιμὲς καὶ αὐτὸς ὁ πόνος. Μέσα σ’ αὐτὸ
τὸ παρανάλωμα τῶν βιοτικῶν πραγμάτων καὶ
ἑπομένως καὶ τοῦ πόνου, ὁ Χριστιανός, μὲ τὴ βοή-
θεια τοῦ Θεοῦ, μένει ἀκέραιος, ἀναγνωρὶζοντας σὲ
κάθε ἴχνος τοῦ πόνου τὸν ἱερὸ σκοπὸ τῆς ψυχικῆς
του κατάρτισης καὶ σωτηρίας. Ἔτσι, στέκει ἀγέ-
ρωχος,γίνεται βράχος, πάνω στὸν ὁποῖο διαλύο-
νται τὰ κύματα τῆς ζωῆς. Ὁ ἴδιος δὲν συντρίβεται.
Κι ὅμως, πόσους συντρίβει ὁ πόνος! Καὶ τοὺς συ-
ντρίβει γιατί δὲν τὸν βλέπουν εὐαγγελικά, σωτηρι-
ολογικά. Τὸν βλέπουν ἐγωϊστικά.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρω μιὰ συγκινητικὴ
ἱστορία, τὴν παρακάτω: Μιὰ πλούσια κοπέλα πα-
ντρεύτηκε τὸ γιὸ ἑνὸς βαθύπλουτου. Ἔνιωθε εὐτυ-
χισμένη. Ὁ πόνος, ὁ ὁποιοσδήποτε πόνος δὲν τὴν
εἶχε ποτὲ ἐπισκεφθεῖ. Ξαφνικὰ ὁ μοναχογιὸς της
πέθανε. Πουθενὰ παρηγοριά. Ἡ ζωὴ της τυλίχτη-
κε σὲ μιὰ ἀπέραντη θλίψη. Ἄρχισε νὰ ψάχνει νὰ
βρεῖ ἐκεῖνον, ποὺ θὰ τῆς ἀνάσταινε τὸ παιδί της.
Τὸ κρατοῦσε σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά της, γυρίζοντας
στοὺς μάγους καὶ στοὺς γιατρούς. Πῆγε τελικὰ
καὶ σὲ κάποιον ἐκπρόσωπο τῆς θρησκείας της κι
ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Θέλω νὰ μοῦ φέρεις μιὰ φούχτα
σιναπόσπορο». Κάποια χαρὰ ἔλαμψε στὸ θλιμμέ-
νο της πρὸσωπο.Ἦταν εὔκολο νὰ βρεθεῖ αὐτὸ τὸ
φάρμακο. Ἡ ἐλπίδα της ὅμως ἄρχισε νὰ σβήνει
ὅταν τὸν ἄκουσε στὴ συνέχεια νὰ τῆς λέει: «Οἱ
σπόροι αὐτοὶ πρέπει νὰ εἶναι ἀπὸ σπίτι, ποὺ δὲν
ἔχει χάσει παιδί, σύζυγο, συγγενή ἤ φίλο». Ἐξα-
ντλημένη, κρατώντας τὸ παιδί της στὴν ἀγκαλιά
της, ἄρχισε νὰ γυρίζει ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, ζητώ-
ντας σπόρους σιναπιοῦ. Ὅλοι τὴν λυπόντουσαν
καὶ τῆς ἔλεγαν: «Νὰ οἱ σπόροι, πάρτους». Ὅταν
ὅμως τοὺς ρωτοῦσε ἂν εἶχε πεθάνει στὸ σπίτι τους
σύζυγος, παιδί, συγγενής, φίλος, οἱ ἄνθρωποι τῆς
ἀπαντοῦσαν: «Ἀλλοίμονο! Οἱ ζωντανοὶ εἶναι λίγοι,
οἱ νεκροὶ εἶναι πολλοὶ»· καὶ ἔλεγαν μέσα τους:
«Ἡ νεαρὴ μητέρα τρελάθηκε, ποὺ ἔχασε τὸ παιδί
της». Κουρασμένη, κάποιο δειλινό, κάθισε κατα-
γής βλέποντας τὰ φῶτα τῆς πόλης, πού τρεμόσβη-
ναν. Συνῆλθε καὶ μόνη της εἶπε: «Τί ἐγωΐστρια ποὺ
εἶμαι στὴ θλίψη μου! Ὁ θάνατος εἶναι γιὰ ὅλους».
Μὲ τὶς σκέψεις αὐτὲς ἡσύχασε, λυτρώθηκε.
Τὶς ἴδιες σκέψεις ἄς κάνει καὶ ὁ καθένας μας
κάθε φορά, ποὺ μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ πόνος. Νὰ
λέμε: «Ὁ πόνος, οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀρρώστιες, ὁ
θάνατος εἶναι γιὰ ὅλους». Μὴν εἴμαστε ἐγωϊστὲς
στὸν πόνο μας. Μὴ ξεχνᾶμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου
μας: «Στὸν κόσμο αὐτὸ θὰ ἔχετε θλίψη»· καὶ
ἀκόμη ἐκεῖνο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Πρέπει νὰ
ὑποστοῦμε πολλὲς θλίψεις γιὰ νὰ μποῦμε στὴ Βα-
σιλεία τοῦ Θεοῦ».

Π. Δημήτριος Πιλάτης

(Visited 25 times, 1 visits today)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Επιτρέπονται τα εξής στοιχεία και ιδιότητες HTML: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>

+ 71 = 74